ΟΙ ΤΕΡΖΗΔΕΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

Upo Iwannou Terzh tou Kuriakou
( Mia istoria pou paradoqhke apo patera se guio. )

Ο πρώτος κάτοικος του χωριού των Αλωνιών ήταν ο Αναστάσιος Αθανασίου Συκάς, κατά το έτος 1805 περίπου, ο οποίος παντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά (αγνώστου επωνύμου) και απέκτησαν κατά σειράν τα κάτωθι τέκνα:  Αθανάσιο, Δημήτριο, Παναγιώτη, Γεώργιο και θυγατέρα αγνώστου ονόματος.

Το 1821 με την επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην νότιο Ελλάδαεξεγέρθησαν και οι Σαμοθράκες και κατέλυσαν τις Τουρκικές αρχές εκδιώκοντας από το νησί όλους τους Τούρκους.  Το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής, ήταν να εμφανιστεί το μήνα Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Τούρκικος στόλος στην θέση Λειβάδι όπου και απεβίβασε δύο χιλιάδες στρατιώτες οι οποίοι αιχμαλώτισαν και κατέσφαξαν τον πληθυσμό του νησιού.

Ο Τούρκικος στόλος εβάδισε μέσω Αλωνιών προς την Χώραν,στην διαδρομή δε αυτή συνελάμβαναν κάθε Σαμοθρακίτη που συναντούσαν και τον προωθούσαν προς το Λειβάδι.

Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και η οικογένεια του Αναστάσιου Συκά.  Στο Λειβάδι εγίνονταν η διαλογή: τους μεγάλους σε ηλικία τους έσφαζαν, τα δε παιδιά προοριζόταν για σκλαβοπάζαρα.  Το ζεύγος Συκά εσφάγη στο Λειβάδι παρουσία των παιδιών τους. Τα τρία άρρενα ηλικίας από επτά εώς δέκα χρονών,τα μετέφεραν στα πλοία, τα δε δύο μικρότερα επειδή ήταν νήπια εγκαταλείφθηκαν στην ακρογιαλιά και μετά την αναχώρηση των Τούρκων, περισυνελέγησαν από τους διασωθέντες στα βουνά Σαμοθυράκες.

Αφού κατέσφαξε και λεηλάτησε το νησί ο Τούρκικος στρατός, αναχώρησε δια την Κωνσταντινούπολη.  Εις την είσοδο δε του Βοσπόρου όπου βρίσκεται η πόλη Τσανάκαλε παρέδωσαν στο σκλαβοπάζαρο τους Σαμόθράκες που μετέφεραν προς πώληση.  Τα τρία αγόρια του Αναστασίου Συκά επωλήθησαν σε διάφορους Μωαμεθανούς. δεκάχρονος Αθανάσιος αγοράστηκε από Τούρκο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν ράφτης (Τουρκιστί: Τερζής).

Το δεύτερο αγόρι αγοράστηκε από Τούρκο καταγόμενο από το Αδραμύτιον και το τρίτο από από Αιγύπτιο της Αλεξάνδρειας.

Ο Τούρκος που αγόρασε τον Αθανάσιο ήταν άκληρος και τον υιοθέτησε.  Τον έστειλε στα καλύτερα σχολεία της πόλης, ενώ παράλληλα του εδίδασκε την τέχνη του ράφτη και τον αλλαξοπίστησε σε Μωαμεθανό με το όνομα Οσμάν. Αθανάσιος ήταν ένα θετικό παιδί,γι’αυτό οι νέοι θετοί γονείς του τον υπεραγαπούσαν και τον εφρόντιζαν πολύ.

Ο Αθανάσιος όμως διατηρούσε πάντοτε νωπή στη μνήμη του την εικόνα της σφαγής των γονέων του, και η σκέψη του ήταν πάντα στα δύο του αδέρφια που πωλήθησαν στο σκλαβοπάζαρο και στα άλλα δύο που βρέφη απόμειναν μόνα στη Σαμοθράκη.

Αυτός ο καημός, όταν έγινε είκοσι χρονών,τον έκανε να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τους θετούς γονείς του, και να προσπαθήσει να κατέβει στην νότια Ελλάδα η οποία είχε ελευθερωθεί (Πελοπόννησος,Αττική και μέρος της Στερεάς Ελλάδας).

Παίρνοντας αρκετό χρυσάφι από τους θετούς γονείς του ήρθε σε επαφή με έναν καπετάνιο από την Μυτιλήνη που μετέφερε με το καίκι του κάρβουνο στην πόλη. Μυτιληνιός άκουσε τη δραματική ιστορία του, γνώρισε δε και τη σφαγή της Σαμοθράκης, και αποφάσισε να τον πάρει μαζί του όταν δια τον Πειραιά χωρίς να του ζητήσει χρήματα.  Ένα βράδυ λοιπόν μπαρκάρισε και σε λίγες μέρες έφτασε στον Πειραιά έχοντας μοναδικό μέλημα του την επιστροφή στη Σαμοθράκη. .

Πράγματι, με βάρκες και καίκια κατάφερε τελικά μέσω της Λήμνου να φτάσει στην Σαμοθράκη.

Όταν έφτασε στον τόπο του παρουσιάστηκε ως Τούρκος και φανατικός μουσουλμάνος για να μην δώσει υποψίες στον τότε Αγά του νησιού και δήλωσε ότι ήταν ζωέμπορος και ότι ήρθε να αγοράσει ζώα και δέρματα. Κάθησε περίπου ένα μήνα, όπου προαγόραζε τα άνω εμπορεύματα, αλλά παράλληλα προσπαθούσε να μάθει τι έγιναν τα δύο μικρά αδέρφια του που απέμειναν εκεί.

Στο διάστημα αυτό δεν έβγαλε λέξη Ελληνική, μιλούσε μόνο στην Τούρκικη γλώσσα. Τα βράδια σύχναζε στα τότε καφενεία κι άκουγε τους θαμώνες να λένε επεισόδια από την σφαγή κι έτσι έμαθε για τα αδέλφια του που τα είχαν περιμαζέψει δυο οικογένειες,και πήγε μάλιστα και τα είδε από μακριά χωρίς να τα μιλήσει.

Και αφού έκλεισε αρκετά ζώα και δέρματα δίνοντας προκαταβολές, αποφάσισε να επιστρέψει στην πόλη δήθεν ότι θα έπαιρνε πλοίο για να πάρει ότι είχε προαγοράσει. Φτάνοντας στην πόλη δεν πήγε στους θετούς γονείς του αλλά προσπάθησε να μάθει πώς είναι η κατάσταση μετά την δραπέτευση του. Έτσι από τον φίλο και συμμαθητή του ο οποίος εξεπλάγη που τον είδε διότι πίστευαν ότι είχε δολοφονηθεί και το πτώμα του είχε ριχτεί στον Βόσπορο.  Kαλός φίλος του λοιπόν τον πληροφόρησε ότι ένα μήνα μετά την εξαφάνιση του ο θετός πατέρας του είχε πεθάνει από τον καημό του διότι του είχε μεγάλη αδυναμία και τον υπεραγαπούσε όπως και η τουρκάλα μάνα του.

Αποφάσισε τελικά και ένα βράδυ πήγε στη μάνα του.  Και αφού πρώτα έκλαψαν το χαμένο πατέρα, που και ο ίδιος αγαπούσε, διότι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, λεει στη μάνα του τα εξής:

« Μάνα εγώ είμαι Έλληνας.  Τώρα ποτ έφυγα, πήγα στον τόπο μου, και τα είδα τα δύο μικρά μου αδέλφια.  Θέλω δε από εσένα να κάνεις ένα από τα δύο που θα σου ζητήσω.  Το πρώτο είναι να μου δώσεις την ελευθερία μου και το δεύτερο να φωνάξεις τους τσαντερμάδες να με παραδώσεις στην σφαγή ».  Διότι η τιμωρία για τους σκλάβους που δραπέτευσαν ήταν ο αποκεφαλισμός.

Η Τουρκάλα τη δεύτερη πρόταση ούτε να την ακούσει θέλησε και δέχτηκε να του δώσει την ελευθερία του υπό ένα όρο:  Πριν φύγει για τη Σαμοθράκη να υποσχεθεί ότι θα έρχεται στην Πόλη μια φορά το χρόνο και θα μένει έναν τουλάχιστον μήνα μαζί της. Το δέχτηκε και τις αντιπρότεινε να έρχονταν και η ίδια μια φορά το χρόνο στη Σαμοθράκη για ένα μήνα να μένει μαζί του.

Έτσι του έδωσε νόμιμα την ελευθερία του και αφού τον εφόρτωσε λίρες και άλλα αγαθά του ευχήθηκε να γυρίσει με το καλό στον τόπο του χωρίς να ξεχάσει την υπόσχεση που της είχε δώσει.

Έτσι σε λίγο καιρό έφτασε στην Σαμοθράκη ελεύθερος, Έλληνας και Χριστιανός. Προσκύνησε το πρώτο ξωκλήσι που βρήκε μπροστά του και φτάνοντας στη Χώρα χαιρέτισε ελληνικά αυτούς που τον περίμεναν να έρθει για να του δώσουν ζώα και δέρματα.  Τους αποκάλυψε δε ποιος ήταν και οι ντόπιοι τον είδαν με μεγάλη συμπάθεια και σεβασμό.  Επισκέφθηκε τον Αγά και παρουσίασε τα σχετικά έγγραφα με τα οποία φαίνονταν ότι είχε αποκτήσει την ελευθερία του και στη συνέχεια μάζεψε τα δύο του αδέλφια, ταχτοποίησε όλες τις δουλειές του κι έφυγε. Έφυγε να πάει να ψάξει για τα άλλα δύο αδέρφια του που είχαν πουληθεί, ένας στο Αδραμύτη και ο άλλος σε Αιγύπτιο.

Τον ευρισκόμενο στο Αδραμύτη τον βρήκε παπά.  Είχε κατορθώσει να αποκτήσει την ελευθερία του και να γίνει παπάς χωρίς να έχει παντρευτεί. Στη συνέχεια πήγε στη πόλη, πήρε τη θετή μάνα του και την έφερε στη Σαμοθράκη, όπου αντί για έναν μήνα έμενε αρκετούς μήνες κάθε χρόνο.

Τελικά η θετή μάνα του πέθανε στην Πόλη, όπου βρέθηκε και της παραστάθηκε ως το τέλος της ο Αθανάσιος. όλη η περιουσία της περιήλθε σε αυτόν και δεν ήταν μικρή μια και ο άντρας της ήταν ράφτης κοντά στο σουλτάνο.

Στην Σαμοθράκη με την οικονομική άνεση που είχε καλοπάντρεψε τα δύο αδέλφια του που βρήκε: τον Γιώργο Συκά και την αδελφή του.

Στις 23 Αυγούστου του 1842 παντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά Ιωάννου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: την Ζαφειρούδα, τον Ιωάννη και τον Παναγιώτη με το επώνυμο Τερζή, με το οποίο τον ανέφεραν τα τουρκικά έγγραφα μετά την απόκτηση της ελευθερίας του, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος εξακολουθούσε να γράφεται Συκάς.  Το 1881 έχτισε το σπίτι που βρίσκεται στη Χώρα.

Στο μεταξύ είχε έρθει σε επαφή με τον αδελφό του που είχε πουληθεί στην Αίγυπτο μαθαίνοντας ότι είχε εκτουρκιστεί και είχε αποκτήσει πολυμελή οικογένεια.  Το 1941 ο αδελφός του πατέρα του, Αθανάσιος Ιωάννου Τερζής που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό της Αιγύπτου, κατόρθωσε να ανακαλύψει τους απογόνους της οικογένειας αυτής άπαντες Μωαμεθανοί και αρκετά ευκατάστατοι,οι οποίοι δήλωσαν ότι ήταν υπερήφανοι για την ελληνική καταγωγή τους. πρώτος κάτοικος του χωριού των Αλωνιών ήταν ο Αναστάσιος Αθανασίου Συκάς, κατά το έτος 1805 περίπου, ο οποίος παντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά (αγνώστου επωνύμου) και απέκτησαν κατά σειράν τα κάτωθι τέκνα:  Αθανάσιο ,Δημήτριο, Παναγιώτη, Γεώργιο και θυγατέρα αγνώστου ονόματος.

Το 1821 με την επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην νότιο Ελλάδαεξεγέρθησαν και οι Σαμοθράκες και κατέλυσαν τις Τουρκικές αρχές εκδιώκοντας από το νησί όλους τους Τούρκους. Το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής, ήταν να εμφανιστεί το μήνα Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Τούρκικος στόλος στην θέση Λειβάδι όπου και απεβίβασε δύο χιλιάδες στρατιώτες οι οποίοι αιχμαλώτισαν και κατέσφαξαν τον πληθυσμό του νησιού.

Ο Τούρκικος στόλος εβάδισε μέσω Αλωνιών προς την Χώραν,στην διαδρομή δε αυτή συνελάμβαναν κάθε Σαμοθρακίτη που συναντούσαν και τον προωθούσαν προς το Λειβάδι.

Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και η οικογένεια του Αναστάσιου Συκά. Στο Λειβάδι εγίνονταν η διαλογή: τους μεγάλους σε ηλικία τους έσφαζαν,τα δε παιδιά προοριζόταν για σκλαβοπάζαρα. Το ζεύγος Συκά εσφάγη στο Λειβάδι παρουσία των παιδιών τους. Τα τρία άρρενα ηλικίας από επτά εώς δέκα χρονών,τα μετέφεραν στα πλοία, τα δε δύο μικρότερα επειδή ήταν νήπια εγκαταλείφθηκαν στην ακρογιαλιά και μετά την αναχώρηση των Τούρκων, περισυνελέγησαν από τους διασωθέντες στα βουνά Σαμοθυράκες.

Αφού κατέσφαξε και λεηλάτησε το νησί ο Τούρκικος στρατός, αναχώρησε δια την Κωνσταντινούπολη. Εις την είσοδο δε του Βοσπόρου όπου βρίσκεται η πόλη Τσανάκαλε παρέδωσαν στο σκλαβοπάζαρο τους Σαμόθράκες που μετέφεραν προς πώληση. Τα τρία αγόρια του Αναστασίου Συκά επωλήθησαν σε διάφορους Μωαμεθανούς. δεκάχρονος Αθανάσιος αγοράστηκε από Τούρκο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν ράφτης (Τουρκιστί: Τερζής).

Το δεύτερο αγόρι αγοράστηκε από Τούρκο καταγόμενο από το Αδραμύτιον και το τρίτο από από Αιγύπτιο της Αλεξάνδρειας.

Ο Τούρκος που αγόρασε τον Αθανάσιο ήταν άκληρος και τον υιοθέτησε. Τον έστειλε στα καλύτερα σχολεία της πόλης, ενώ παράλληλα του εδίδασκε την τέχνη του ράφτη και τον αλλαξοπίστησε σε Μωαμεθανό με το όνομα Οσμάν. Αθανάσιος ήταν ένα θετικό παιδί,γι’αυτό οι νέοι θετοί γονείς του τον υπεραγαπούσαν και τον εφρόντιζαν πολύ.

Ο Αθανάσιος όμως διατηρούσε πάντοτε νωπή στη μνήμη του την εικόνα της σφαγής των γονέων του, και η σκέψη του ήταν πάντα στα δύο του αδέρφια που πωλήθησαν στο σκλαβοπάζαρο και στα άλλα δύο που βρέφη απόμειναν μόνα στη Σαμοθράκη.

Αυτός ο καημός, όταν έγινε είκοσι χρονών,τον έκανε να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τους θετούς γονείς του, και να προσπαθήσει να κατέβει στην νότια Ελλάδα η οποία είχε ελευθερωθεί (Πελοπόννησος,Αττική και μέρος της Στερεάς Ελλάδας).

Παίρνοντας αρκετό χρυσάφι από τους θετούς γονείς του ήρθε σε επαφή με έναν καπετάνιο από την Μυτιλήνη που μετέφερε με το καίκι του κάρβουνο στην πόλη. Μυτιληνιός άκουσε τη δραματική ιστορία του, γνώρισε δε και τη σφαγή της Σαμοθράκης, και αποφάσισε να τον πάρει μαζί του όταν δια τον Πειραιά χωρίς να του ζητήσει χρήματα. Ένα βράδυ λοιπόν μπαρκάρισε και σε λίγες μέρες έφτασε στον Πειραιά έχοντας μοναδικό μέλημα του την επιστροφή στη Σαμοθράκη. .

Πράγματι, με βάρκες και καίκια κατάφερε τελικά μέσω της Λήμνου να φτάσει στην Σαμοθράκη.

Όταν έφτασε στον τόπο του παρουσιάστηκε ως Τούρκος και φανατικός μουσουλμάνος για να μην δώσει υποψίες στον τότε Αγά του νησιού και δήλωσε ότι ήταν ζωέμπορος και ότι ήρθε να αγοράσει ζώα και δέρματα. Κάθησε περίπου ένα μήνα, όπου προαγόραζε τα άνω εμπορεύματα, αλλά παράλληλα προσπαθούσε να μάθει τι έγιναν τα δύο μικρά αδέρφια του που απέμειναν εκεί.

Στο διάστημα αυτό δεν έβγαλε λέξη Ελληνική, μιλούσε μόνο στην Τούρκικη γλώσσα. Τα βράδια σύχναζε στα τότε καφενεία κι άκουγε τους θαμώνες να λένε επεισόδια από την σφαγή κι έτσι έμαθε για τα αδέλφια του που τα είχαν περιμαζέψει δυο οικογένειες,και πήγε μάλιστα και τα είδε από μακριά χωρίς να τα μιλήσει.

Και αφού έκλεισε αρκετά ζώα και δέρματα δίνοντας προκαταβολές, αποφάσισε να επιστρέψει στην πόλη δήθεν ότι θα έπαιρνε πλοίο για να πάρει ότι είχε προαγοράσει. Φτάνοντας στην πόλη δεν πήγε στους θετούς γονείς του αλλά προσπάθησε να μάθει πώς είναι η κατάσταση μετά την δραπέτευση του. Έτσι από τον φίλο και συμμαθητή του ο οποίος εξεπλάγη που τον είδε διότι πίστευαν ότι είχε δολοφονηθεί και το πτώμα του είχε ριχτεί στον Βόσπορο. καλός φίλος του λοιπόν τον πληροφόρησε ότι ένα μήνα μετά την εξαφάνιση του ο θετός πατέρας του είχε πεθάνει από τον καημό του διότι του είχε μεγάλη αδυναμία και τον υπεραγαπούσε όπως και η τουρκάλα μάνα του.

Αποφάσισε τελικά και ένα βράδυ πήγε στη μάνα του. Και αφού πρώτα έκλαψαν το χαμένο πατέρα, που και ο ίδιος αγαπούσε, διότι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, λεει στη μάνα του τα εξής:

« Μάνα εγώ είμαι Έλληνας. Τώρα ποτ έφυγα, πήγα στον τόπο μου, και τα είδα τα δύο μικρά μου αδέλφια. Θέλω δε από εσένα να κάνεις ένα από τα δύο που θα σου ζητήσω. Το πρώτο είναι να μου δώσεις την ελευθερία μου και το δεύτερο να φωνάξεις τους τσαντερμάδες να με παραδώσεις στην σφαγή ». Διότι η τιμωρία για τους σκλάβους που δραπέτευσαν ήταν ο αποκεφαλισμός.

Η Τουρκάλα τη δεύτερη πρόταση ούτε να την ακούσει θέλησε και δέχτηκε να του δώσει την ελευθερία του υπό ένα όρο: Πριν φύγει για τη Σαμοθράκη να υποσχεθεί ότι θα έρχεται στην Πόλη μια φορά το χρόνο και θα μένει έναν τουλάχιστον μήνα μαζί της. Το δέχτηκε και τις αντιπρότεινε να έρχονταν και η ίδια μια φορά το χρόνο στη Σαμοθράκη για ένα μήνα να μένει μαζί του.

Έτσι του έδωσε νόμιμα την ελευθερία του και αφού τον εφόρτωσε λίρες και άλλα αγαθά του ευχήθηκε να γυρίσει με το καλό στον τόπο του χωρίς να ξεχάσει την υπόσχεση που της είχε δώσει.

Έτσι σε λίγο καιρό έφτασε στην Σαμοθράκη ελεύθερος, Έλληνας και Χριστιανός. Προσκύνησε το πρώτο ξωκλήσι που βρήκε μπροστά του και φτάνοντας στη Χώρα χαιρέτισε ελληνικά αυτούς που τον περίμεναν να έρθει για να του δώσουν ζώα και δέρματα. Τους αποκάλυψε δε ποιος ήταν και οι ντόπιοι τον είδαν με μεγάλη συμπάθεια και σεβασμό. Επισκέφθηκε τον Αγά και παρουσίασε τα σχετικά έγγραφα με τα οποία φαίνονταν ότι είχε αποκτήσει την ελευθερία του και στη συνέχεια μάζεψε τα δύο του αδέλφια, ταχτοποίησε όλες τις δουλειές του κι έφυγε. Έφυγε να πάει να ψάξει για τα άλλα δύο αδέρφια του που είχαν πουληθεί, ένας στο Αδραμύτη και ο άλλος σε Αιγύπτιο.

Τον ευρισκόμενο στο Αδραμύτη τον βρήκε παπά. Είχε κατορθώσει να αποκτήσει την ελευθερία του και να γίνει παπάς χωρίς να έχει παντρευτεί.  Στη συνέχεια πήγε στη πόλη, πήρε τη θετή μάνα του και την έφερε στη Σαμοθράκη, όπου αντί για έναν μήνα έμενε αρκετούς μήνες κάθε χρόνο.

Τελικά η θετή μάνα του πέθανε στην Πόλη, όπου βρέθηκε και της παραστάθηκε ως το τέλος της ο Αθανάσιος. όλη η περιουσία της περιήλθε σε αυτόν και δεν ήταν μικρή μια και ο άντρας της ήταν ράφτης κοντά στο σουλτάνο.

Στην Σαμοθράκη με την οικονομική άνεση που είχε καλοπάντρεψε τα δύο αδέλφια του που βρήκε: τον Γιώργο Συκά και την αδελφή του.

Στις 23 Αυγούστου του 1842 παντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά Ιωάννου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: την Ζαφειρούδα, τον Ιωάννη και τον Παναγιώτη με το επώνυμο Τερζή, με το οποίο τον ανέφεραν τα τουρκικά έγγραφα μετά την απόκτηση της ελευθερίας του, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος εξακολουθούσε να γράφεται Συκάς. Το 1881 έχτισε το σπίτι που βρίσκεται στη Χώρα.

Στο μεταξύ είχε έρθει σε επαφή με τον αδελφό του που είχε πουληθεί στην Αίγυπτο μαθαίνοντας ότι είχε εκτουρκιστεί και είχε αποκτήσει πολυμελή οικογένεια. Το 1941 ο αδελφός του πατέρα του, Αθανάσιος Ιωάννου Τερζής που υπηρετούσε στον ελληνικό στρατό της Αιγύπτου, κατόρθωσε να ανακαλύψει τους απογόνους της οικογένειας αυτής άπαντες Μωαμεθανοί και αρκετά ευκατάστατοι,οι οποίοι δήλωσαν ότι ήταν υπερήφανοι για την ελληνική καταγωγή τους.